ἀνηλεές

ἀνηλεές
ἀνηλεής
without pity
masc/fem voc sg
ἀνηλεής
without pity
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • безмилостыни — БЕЗМИЛОСТЫН|И (1*), Ѣ ( Ѧ) с. Немилосердие, безжалостность, отсутствие подаяния: Ноускыи. Подобно ти сѣ˫анью жатва. горесть еси сѣ˫алъ, жни си снопы ||=такы˫а. безмл(с)тню почьстилъ; имѣньѥ же възлюби. ѡ(т)бѣже мл(с)тни; такоже и милостыни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • γουανάκο — Ζώο που ανήκει στο είδος lama guanicos της οικογένειας των καμηλίδων, της τάξης των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Από πολλούς θεωρείται ως το είδος από το οποίο προέρχονται το λάμα και το αλπακά, είδη που σήμερα είναι εξημερωμένα ενώ το ίδιο το γ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՈՂՈՐՄԱԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0216 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἁνελεημοσύνη, τὸ ἁνηλεές, ἁπανθρωπία immisericordia, inhumanitas Անողորմած կամ անողորմն գոլ. անմարդութիւն: *Անողորմածութեան նորա այնուհետեւ հիւրասիրութիւն նորա յոյժ ամբաստան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆՈՂՈՐՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 10c, 13c գ. τὸ ἁνηλεές Տե՛ս եւ ԱՆՈՂՈՐՄԱԾՈՒԹԻՒՆ. Անգթութիւն. եւ Անխնայութիւն. խստութիւն. *Որ ʼի ձախուն կային, վասն անողորմութեան խցան բերանքն. Խոսր.: *Զխստութեան անողորմութիւն ամենեւին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”